cancellation
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
cancellation | cancellations |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαcancellation (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η ακύρωση, η ματαίωση μιας προγραμματισμένης ενέργειας)
- ⮡ the cancellation of a flight - η ακύρωση μιας πτήσης
- ⮡ The trip’s cancellation was not my own fault.
- Η ματαίωση της εκδρομής δεν οφείλεται σε δικό μου σφάλμα.