attisement
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
attisement | attisements |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαattisement (fr) αρσενικό
- η υποδαύλιση, το υποδαύλισμα
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη attiser
ενικός | πληθυντικός |
attisement | attisements |
attisement (fr) αρσενικό