ενικός         πληθυντικός  
invasion invasions

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

invasion (en)

  1. εισβολή



  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
invasion invasions

invasion (fr) θηλυκό

  1. η εισβολή
  2. η επιδρομή