invasion
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
invasion | invasions |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαinvasion (en)
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
invasion | invasions |
invasion (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
invasion | invasions |
invasion (en)
ενικός | πληθυντικός |
invasion | invasions |
invasion (fr) θηλυκό