χρησίμως
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χρησίμως < χρήσιμ(ος) + -ως
Επίρρημα
επεξεργασίαχρησίμως
- χρήσιμα
- ⮡ τὰ χρησίμως λεγόμενα (Πλούταρχος Plu. 2.36d.)
Πηγές
επεξεργασία- χρήσιμος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- χρησίμως, χρήσιμος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.