χρησιμοποιήσιμος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- χρησιμοποιήσιμος < χρησιμοποιώ
Επίθετο επεξεργασία
χρησιμοποιήσιμος
- που μπορείς να κάνεις χρήση του, δεν έχει χαλάσει, αντέχει ακομα, ή που γενικά μπορεί να αξιοποιηθεί σε κάτι χρήσιμο