Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προμελετημένος η προμελετημένη το προμελετημένο
      γενική του προμελετημένου της προμελετημένης του προμελετημένου
    αιτιατική τον προμελετημένο την προμελετημένη το προμελετημένο
     κλητική προμελετημένε προμελετημένη προμελετημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προμελετημένοι οι προμελετημένες τα προμελετημένα
      γενική των προμελετημένων των προμελετημένων των προμελετημένων
    αιτιατική τους προμελετημένους τις προμελετημένες τα προμελετημένα
     κλητική προμελετημένοι προμελετημένες προμελετημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

προμελετημένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου προμελετώ

  Μετοχή επεξεργασία

προμελετημένος, -η, -ο

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία