prémédité
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | prémédité | prémédités |
θηλυκό | préméditée | préméditées |
Επίθετο επεξεργασία
prémédité (fr)
- προμελετημένος, προσχεδιασμένος, εσκεμμένος
- crime prémédité - προσχεδιασμένο κακούργημα
Αντώνυμα επεξεργασία
- non prémédité
- (σπάνιο) imprémédité