ασκόπευτα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ασκόπευτα < ασκόπευτος + -α
Επίρρημα επεξεργασία
ασκόπευτα
Μεταφράσεις επεξεργασία
ασκόπευτα
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
ασκόπευτα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ασκόπευτος