Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σκοπευμένος η σκοπευμένη το σκοπευμένο
      γενική του σκοπευμένου της σκοπευμένης του σκοπευμένου
    αιτιατική τον σκοπευμένο τη σκοπευμένη το σκοπευμένο
     κλητική σκοπευμένε σκοπευμένη σκοπευμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σκοπευμένοι οι σκοπευμένες τα σκοπευμένα
      γενική των σκοπευμένων των σκοπευμένων των σκοπευμένων
    αιτιατική τους σκοπευμένους τις σκοπευμένες τα σκοπευμένα
     κλητική σκοπευμένοι σκοπευμένες σκοπευμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

σκοπευμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος σκοπεύω

  Μετοχή επεξεργασία

σκοπευμένος

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία