irréfléchi
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | irréfléchi | irréfléchis |
θηλυκό | irréfléchie | irréfléchies |
Επίθετο
επεξεργασίαirréfléchi (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | irréfléchi | irréfléchis |
θηλυκό | irréfléchie | irréfléchies |
irréfléchi (fr)