Δείτε επίσης: -ωμένος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο -ώμενος η -ώμενη το -ώμενο
      γενική του -ώμενου της -ώμενης του -ώμενου
    αιτιατική τον -ώμενο τη(ν) -ώμενη το -ώμενο
     κλητική -ώμενε -ώμενη -ώμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι -ώμενοι οι -ώμενες τα -ώμενα
      γενική των -ώμενων των -ώμενων των -ώμενων
    αιτιατική τους -ώμενους τις -ώμενες τα -ώμενα
     κλητική -ώμενοι -ώμενες -ώμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

-ώμενος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική -ώμενος[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈo.me.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: -ώ‐με‐νος

  Επίθημα επεξεργασία

-ώμενος, -η, -ο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • -ώμενοςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

ζητούμενο λήμμα