Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σκελετώδης η σκελετώδης το σκελετώδες
      γενική του σκελετώδους της σκελετώδους του σκελετώδους
    αιτιατική τον σκελετώδη τη σκελετώδη το σκελετώδες
     κλητική σκελετώδη(ς) σκελετώδης σκελετώδες
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σκελετώδεις οι σκελετώδεις τα σκελετώδη
      γενική των σκελετωδών των σκελετωδών των σκελετωδών
    αιτιατική τους σκελετώδεις τις σκελετώδεις τα σκελετώδη
     κλητική σκελετώδεις σκελετώδεις σκελετώδη
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

σκελετώδης < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

σκελετώδης

  Μεταφράσεις επεξεργασία