σκελετώδης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σκελετώδης < ελληνιστική κοινή σκελετώδης[1] [2] < αρχαία ελληνική σκελετός < σκέλλω
Επίθετο
επεξεργασίασκελετώδης, -ης, -ες
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη σκελετός
Μεταφράσεις
επεξεργασία σκελετώδης
|
- ↑ σκελετώδης - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ↑ σκελετώδης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.