Δείτε επίσης: ἀπισχναίνω

  Ετυμολογία

επεξεργασία
απισχναίνω < αρχαία ελληνική ἀπισχναίνω < ἰσχναίνω < ἰσχνός

απισχναίνω (παθητική φωνή: απισχναίνομαι)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία