απισχναίνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- απισχναίνω < αρχαία ελληνική ἀπισχναίνω < ἰσχναίνω < ἰσχνός
Ρήμα
επεξεργασίααπισχναίνω (παθητική φωνή: απισχναίνομαι)
Συγγενικά
επεξεργασία- απισχναντικός
- απίσχναση
- απισχνασμένος
- → δείτε τις λέξεις ισχναίνω, από και ισχνός
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | απισχναίνω | απίσχναινα | θα απισχναίνω | να απισχναίνω | απισχναίνοντας | |
β' ενικ. | απισχναίνεις | απίσχναινες | θα απισχναίνεις | να απισχναίνεις | απίσχναινε | |
γ' ενικ. | απισχναίνει | απίσχναινε | θα απισχναίνει | να απισχναίνει | ||
α' πληθ. | απισχναίνουμε | απισχναίναμε | θα απισχναίνουμε | να απισχναίνουμε | ||
β' πληθ. | απισχναίνετε | απισχναίνατε | θα απισχναίνετε | να απισχναίνετε | απισχναίνετε | |
γ' πληθ. | απισχναίνουν(ε) | απίσχναιναν απισχναίναν(ε) |
θα απισχναίνουν(ε) | να απισχναίνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | απίσχνανα | θα απισχνάνω | να απισχνάνω | απισχνάνει | ||
β' ενικ. | απίσχνανες | θα απισχνάνεις | να απισχνάνεις | απίσχνανε | ||
γ' ενικ. | απίσχνανε | θα απισχνάνει | να απισχνάνει | |||
α' πληθ. | απισχνάναμε | θα απισχνάνουμε | να απισχνάνουμε | |||
β' πληθ. | απισχνάνατε | θα απισχνάνετε | να απισχνάνετε | απισχνάνετε | ||
γ' πληθ. | απίσχναναν απισχνάναν(ε) |
θα απισχνάνουν(ε) | να απισχνάνουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω απισχνάνει | είχα απισχνάνει | θα έχω απισχνάνει | να έχω απισχνάνει | ||
β' ενικ. | έχεις απισχνάνει | είχες απισχνάνει | θα έχεις απισχνάνει | να έχεις απισχνάνει | ||
γ' ενικ. | έχει απισχνάνει | είχε απισχνάνει | θα έχει απισχνάνει | να έχει απισχνάνει | ||
α' πληθ. | έχουμε απισχνάνει | είχαμε απισχνάνει | θα έχουμε απισχνάνει | να έχουμε απισχνάνει | ||
β' πληθ. | έχετε απισχνάνει | είχατε απισχνάνει | θα έχετε απισχνάνει | να έχετε απισχνάνει | ||
γ' πληθ. | έχουν απισχνάνει | είχαν απισχνάνει | θα έχουν απισχνάνει | να έχουν απισχνάνει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- απισχναίνω - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας