Δείτε επίσης: ἰσχναίνω

Ετυμολογία

επεξεργασία

ισχναίνω, πρτ.: ίσχναινα, αόρ.: (ίσχνανα), παθ.φωνή: ισχναίνομαι, συνήθως στο ενεστωτικό θέμα

  1. (μεταβατικό) κάνω κάτι (πιο) ισχνό
  2. (αμετάβατο) γίνομαι (πιο) ισχνός

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία