ισχναίνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ισχναίνω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἰσχναίνω < ἰσχνός
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /iˈsxne.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ι‐σχναί‐νω
Ρήμα
επεξεργασίαισχναίνω, πρτ.: ίσχναινα, αόρ.: (ίσχνανα), παθ.φωνή: ισχναίνομαι, συνήθως στο ενεστωτικό θέμα
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- απισχναίνω
- απισχναντικός
- απίσχνανση
- ίσχνανση
- ισχναντικός
- → και δείτε τη λέξη ισχνός
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ισχναίνω | ίσχναινα | θα ισχναίνω | να ισχναίνω | ισχναίνοντας | |
β' ενικ. | ισχναίνεις | ίσχναινες | θα ισχναίνεις | να ισχναίνεις | ίσχναινε | |
γ' ενικ. | ισχναίνει | ίσχναινε | θα ισχναίνει | να ισχναίνει | ||
α' πληθ. | ισχναίνουμε | ισχναίναμε | θα ισχναίνουμε | να ισχναίνουμε | ||
β' πληθ. | ισχναίνετε | ισχναίνατε | θα ισχναίνετε | να ισχναίνετε | ισχναίνετε | |
γ' πληθ. | ισχναίνουν(ε) | ίσχναιναν ισχναίναν(ε) |
θα ισχναίνουν(ε) | να ισχναίνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ίσχνανα | θα ισχνάνω | να ισχνάνω | ισχνάνει | ||
β' ενικ. | ίσχνανες | θα ισχνάνεις | να ισχνάνεις | ίσχνανε | ||
γ' ενικ. | ίσχνανε | θα ισχνάνει | να ισχνάνει | |||
α' πληθ. | ισχνάναμε | θα ισχνάνουμε | να ισχνάνουμε | |||
β' πληθ. | ισχνάνατε | θα ισχνάνετε | να ισχνάνετε | ισχνάνετε | ||
γ' πληθ. | ίσχναναν ισχνάναν(ε) |
θα ισχνάνουν(ε) | να ισχνάνουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ισχνάνει | είχα ισχνάνει | θα έχω ισχνάνει | να έχω ισχνάνει | ||
β' ενικ. | έχεις ισχνάνει | είχες ισχνάνει | θα έχεις ισχνάνει | να έχεις ισχνάνει | ||
γ' ενικ. | έχει ισχνάνει | είχε ισχνάνει | θα έχει ισχνάνει | να έχει ισχνάνει | ||
α' πληθ. | έχουμε ισχνάνει | είχαμε ισχνάνει | θα έχουμε ισχνάνει | να έχουμε ισχνάνει | ||
β' πληθ. | έχετε ισχνάνει | είχατε ισχνάνει | θα έχετε ισχνάνει | να έχετε ισχνάνει | ||
γ' πληθ. | έχουν ισχνάνει | είχαν ισχνάνει | θα έχουν ισχνάνει | να έχουν ισχνάνει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία ισχναίνω
|
Πηγές
επεξεργασία- ισχναίνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας