Δείτε επίσης: ἰσχναίνω

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ισχναίνω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἰσχναίνω < ἰσχνός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /iˈsxne.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ι‐σχναί‐νω

  Ρήμα επεξεργασία

ισχναίνω, πρτ.: ίσχναινα, αόρ.: (ίσχνανα), παθ.φωνή: ισχναίνομαι, συνήθως στο ενεστωτικό θέμα

  1. (μεταβατικό) κάνω κάτι (πιο) ισχνό
  2. (αμετάβατο) γίνομαι (πιο) ισχνός

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία