Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ισχνεύω
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ρήμα
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
ισχνεύω
<
ισχνός
+
-εύω
Ρήμα
επεξεργασία
ισχνεύω
κάνω
κάτι
ισχνό
γίνομαι
ισχνός
Συνώνυμα
επεξεργασία
αδυνατίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ισχνεύω
→
δείτε
τη λέξη
αδυνατίζω