Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
λεπτύνω
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ρήμα
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
λεπτύνω
<
αρχαία ελληνική
λεπτύνω
<
λεπτός
<
λέπω
<
πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα
*
lep
- (
φλούδα
,
φλοιός
)
Ρήμα
επεξεργασία
λεπτύνω
λεπταίνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
λεπτύνω
→
δείτε
τη λέξη
λεπταίνω