απισχναίνομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίααπισχναίνομαι
- παθητική φωνή του ρήματος απισχναίνω
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | απισχναίνομαι | απισχναινόμουν(α) | θα απισχναίνομαι | να απισχναίνομαι | ||
β' ενικ. | απισχναίνεσαι | απισχναινόσουν(α) | θα απισχναίνεσαι | να απισχναίνεσαι | (απισχναίνου) | |
γ' ενικ. | απισχναίνεται | απισχναινόταν(ε) | θα απισχναίνεται | να απισχναίνεται | ||
α' πληθ. | απισχναινόμαστε | απισχναινόμαστε απισχναινόμασταν |
θα απισχναινόμαστε | να απισχναινόμαστε | ||
β' πληθ. | απισχναίνεστε | απισχναινόσαστε απισχναινόσασταν |
θα απισχναίνεστε | να απισχναίνεστε | (απισχναίνεστε) | |
γ' πληθ. | απισχναίνονται | απισχναίνονταν απισχναινόντουσαν |
θα απισχναίνονται | να απισχναίνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | απισχνάνθηκα | θα απισχνανθώ | να απισχνανθώ | απισχνανθεί | ||
β' ενικ. | απισχνάνθηκες | θα απισχνανθείς | να απισχνανθείς | απισχνάνσου | ||
γ' ενικ. | απισχνάνθηκε | θα απισχνανθεί | να απισχνανθεί | |||
α' πληθ. | απισχνανθήκαμε | θα απισχνανθούμε | να απισχνανθούμε | |||
β' πληθ. | απισχνανθήκατε | θα απισχνανθείτε | να απισχνανθείτε | απισχνανθείτε | ||
γ' πληθ. | απισχνάνθηκαν απισχνανθήκαν(ε) |
θα απισχνανθούν(ε) | να απισχνανθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω απισχνανθεί | είχα απισχνανθεί | θα έχω απισχνανθεί | να έχω απισχνανθεί | απισχνασμένος | |
β' ενικ. | έχεις απισχνανθεί | είχες απισχνανθεί | θα έχεις απισχνανθεί | να έχεις απισχνανθεί | ||
γ' ενικ. | έχει απισχνανθεί | είχε απισχνανθεί | θα έχει απισχνανθεί | να έχει απισχνανθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε απισχνανθεί | είχαμε απισχνανθεί | θα έχουμε απισχνανθεί | να έχουμε απισχνανθεί | ||
β' πληθ. | έχετε απισχνανθεί | είχατε απισχνανθεί | θα έχετε απισχνανθεί | να έχετε απισχνανθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν απισχνανθεί | είχαν απισχνανθεί | θα έχουν απισχνανθεί | να έχουν απισχνανθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία απισχναίνομαι
|