ἰσχνός
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαγένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ἰσχνός | ἡ | ἰσχνή | τὸ | ἰσχνόν |
γενική | τοῦ | ἰσχνοῦ | τῆς | ἰσχνῆς | τοῦ | ἰσχνοῦ |
δοτική | τῷ | ἰσχνῷ | τῇ | ἰσχνῇ | τῷ | ἰσχνῷ |
αιτιατική | τὸν | ἰσχνόν | τὴν | ἰσχνήν | τὸ | ἰσχνόν |
κλητική ὦ! | ἰσχνέ | ἰσχνή | ἰσχνόν | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ | ἰσχνοί | αἱ | ἰσχναί | τὰ | ἰσχνᾰ́ |
γενική | τῶν | ἰσχνῶν | τῶν | ἰσχνῶν | τῶν | ἰσχνῶν |
δοτική | τοῖς | ἰσχνοῖς | ταῖς | ἰσχναῖς | τοῖς | ἰσχνοῖς |
αιτιατική | τοὺς | ἰσχνούς | τὰς | ἰσχνᾱ́ς | τὰ | ἰσχνᾰ́ |
κλητική ὦ! | ἰσχνοί | ἰσχναί | ἰσχνᾰ́ | |||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἰσχνώ | τὼ | ἰσχνᾱ́ | τὼ | ἰσχνώ |
γεν-δοτ | τοῖν | ἰσχνοῖν | τοῖν | ἰσχναῖν | τοῖν | ἰσχνοῖν |
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἰσχνός < ἴσχω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθετο
επεξεργασίαἰσχνός, -ή, -όν
- (για ανθρώπους) αδύνατος, λεπτός
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Πλοῦτος, στίχ. 561 (558-561)
- οὐ γιγνώσκων ὅτι τοῦ Πλούτου παρέχω βελτίονας ἄνδρας | καὶ τὴν γνώμην καὶ τὴν ἰδέαν. παρὰ τῷ μὲν γὰρ ποδαγρῶντες | καὶ γαστρώδεις καὶ παχύκνημοι καὶ πίονές εἰσιν ἀσελγῶς, | παρ᾽ ἐμοὶ δ᾽ ἰσχνοὶ καὶ σφηκώδεις καὶ τοῖς ἐχθροῖς ἀνιαροί.
- Πλάθω εγώ τους ανθρώπους καλύτερους πάρεξ ο Πλούτος | στα μυαλά και στο σώμα. Οι δικοί του ξυγκάτοι, χοντρόκωλοι, | πρησκοπόδαροι και κοιλαράδες —ξερνάς που τους βλέπεις— | οι δικοί μου λιγνοί, σφήκας μέση, στον πόλεμο ακράταγοι.
- Μετάφραση (1956): Κώστας Βάρναλης, Αθήνα: Ι. Ν. Ζαχαρόπουλος @greek‑language.gr
- οὐ γιγνώσκων ὅτι τοῦ Πλούτου παρέχω βελτίονας ἄνδρας | καὶ τὴν γνώμην καὶ τὴν ἰδέαν. παρὰ τῷ μὲν γὰρ ποδαγρῶντες | καὶ γαστρώδεις καὶ παχύκνημοι καὶ πίονές εἰσιν ἀσελγῶς, | παρ᾽ ἐμοὶ δ᾽ ἰσχνοὶ καὶ σφηκώδεις καὶ τοῖς ἐχθροῖς ἀνιαροί.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Πολιτεία, 8, 556d (556d-556e)
- ἀλλὰ πολλάκις ἰσχνὸς ἀνὴρ πένης, ἡλιωμένος, παραταχθεὶς ἐν μάχῃ πλουσίῳ ἐσκιατροφηκότι, πολλὰς ἔχοντι σάρκας ἀλλοτρίας, ἴδῃ ἄσθματός τε καὶ ἀπορίας μεστόν, ἆρ᾽ οἴει αὐτὸν οὐχ ἡγεῖσθαι κακίᾳ τῇ σφετέρᾳ πλουτεῖν τοὺς τοιούτους, καὶ ἄλλον ἄλλῳ παραγγέλλειν, ὅταν ἰδίᾳ συγγίγνωνται, ὅτι «Ἇνδρες ἡμέτεροι· εἰσὶ γὰρ οὐδέν;»
- αλλ᾽ απεναντίας, όταν ένας φτωχός, ξερακιανός και ηλιοκαμένος, τύχει να ᾽χει σύντροφο στον πόλεμο κανέναν πλούσιο, που δεν τον είδε ποτέ ο ήλιος και γεμάτον περιττά κρέατα και πάχη, και τον ιδεί να λαχανιάζει και να μην ξέρει πώς να βολέψει τον εαυτό του, δεν νομίζεις πως θα σκεφτεί αμέσως ότι από την ανανδρία των ομοίων του είναι πλούσιοι οι τέτοιοι άνθρωποι, και δεν θα λέει ο ένας του άλλου, όταν συναντιώνται ιδιαίτερα, ότι «οι άνθρωποί μας δεν αξίζουν τίποτα»;
- Μετάφραση (στη δημοτική, χ.χ.): Ιωάννης Γρυπάρης. Θεσσαλονίκη: ΚΕΓ, 2015 (στην καθαρεύουσα, 1911, Εκδ.Φέξη) @greek‑language.gr
- ἀλλὰ πολλάκις ἰσχνὸς ἀνὴρ πένης, ἡλιωμένος, παραταχθεὶς ἐν μάχῃ πλουσίῳ ἐσκιατροφηκότι, πολλὰς ἔχοντι σάρκας ἀλλοτρίας, ἴδῃ ἄσθματός τε καὶ ἀπορίας μεστόν, ἆρ᾽ οἴει αὐτὸν οὐχ ἡγεῖσθαι κακίᾳ τῇ σφετέρᾳ πλουτεῖν τοὺς τοιούτους, καὶ ἄλλον ἄλλῳ παραγγέλλειν, ὅταν ἰδίᾳ συγγίγνωνται, ὅτι «Ἇνδρες ἡμέτεροι· εἰσὶ γὰρ οὐδέν;»
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Πλοῦτος, στίχ. 561 (558-561)
- (για φύλλα) ξηρός, μαραμένος
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Ἀχαρνῆς, στίχ. 469
- ἐς τὸ σπυρίδιον ἰσχνά μοι φυλλεῖα δός.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Ἀχαρνῆς, στίχ. 469
- (για σφυγμό) αδύναμος, ασθενής
- (μεταφορικά, για φωνή) αδύναμη
- (για ύφος) λιτός, απέριττος, απλός
- (για ύφασμα, ρούχα) λεπτός
Παράγωγα
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ἰσχνός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἰσχνός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.