ἰσχάς
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ἰσχάς | αἱ | ἰσχάδες |
γενική | τῆς | ἰσχάδος | τῶν | ἰσχάδων |
δοτική | τῇ | ἰσχάδῐ | ταῖς | ἰσχάσῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | ἰσχάδᾰ | τὰς | ἰσχάδᾰς |
κλητική ὦ! | ἰσχάς | ἰσχάδες | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἰσχάδε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἰσχάδοιν | ||
Με βραχύ άλφα στο θέμα -άς, -άδος. | ||||
3η κλίση, Κατηγορία 'δεκάς' όπως «δεκάς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία 1
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαἰσχάς, -άδος θηλυκό
- (φρούτο) ξερό σύκο
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Ἱππῆς, στίχ. 755 (752-755)
- ὁ γὰρ γέρων | οἴκοι μὲν ἀνδρῶν ἐστι δεξιώτατος, | ὅταν δ᾽ ἐπὶ ταυτησὶ καθῆται τῆς πέτρας, | κέχηνεν ὥσπερ ἐμποδίζων ἰσχάδας.
- Γιατί ο γέρος, | όσο τετραπέρατος είναι στο σπίτι του, | τόσο, έτσι και καθίσει πάνω σε τούτο δω τον βράχο, | αποχαυνώνεται πέρα για πέρα, σα ν᾽ αρμαθιάζει σύκα λιασμένα.
- Μετάφραση (2005): Ηλίας Σπυρόπουλος, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- ὁ γὰρ γέρων | οἴκοι μὲν ἀνδρῶν ἐστι δεξιώτατος, | ὅταν δ᾽ ἐπὶ ταυτησὶ καθῆται τῆς πέτρας, | κέχηνεν ὥσπερ ἐμποδίζων ἰσχάδας.
- ※ 2ος κε αιώνας ⌘ Λουκιανός, 28, 51 Ἀναβιοῦντες ἢ ἁλιεύς @wikisource
- καὶ σὺ δέ, ὦ Πόσειδον, ταχεῖαν ἐπιτέλει τὴν ἄγραν. βαβαί, μάχονται περὶ τοῦ δελέατος, καὶ οἱ μὲν συνάμα πολλοὶ περιτρώγουσι τὴν ἰσχάδα, οἱ δὲ προσφύντες ἔχονται τοῦ χρυσίου.
- Κι εσύ, Ποσειδώνα, δώσε να είναι γρήγορη η ψαριά μου. Πω, πω! Μαλώνουν για το δόλωμα, και μερικά, πολλά μαζί, τριγύρισαν το ξεραμένο σύκο και το τσιμπολογούνε, ενώ κάποια άλλα γαντζώθηκαν πάνω στο χρυσάφι και το κρατάνε.
- Μετάφραση (2002): Δημήτρης Α. Χρηστίδης, @greek‑language.gr
- καὶ σὺ δέ, ὦ Πόσειδον, ταχεῖαν ἐπιτέλει τὴν ἄγραν. βαβαί, μάχονται περὶ τοῦ δελέατος, καὶ οἱ μὲν συνάμα πολλοὶ περιτρώγουσι τὴν ἰσχάδα, οἱ δὲ προσφύντες ἔχονται τοῦ χρυσίου.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Ἱππῆς, στίχ. 755 (752-755)
- (φυτό) το φυτό ευφόρβιο (Euphorbia Apios)
Παράγωγα
επεξεργασίαπαράγωγα και σύνθετα
Ετυμολογία 2
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαἰσχάς, -άδος θηλυκό
- (ναυτικός όρος) η άγκυρα
- ※ 2ος κε αιώνας ⌘ Λουκιανός, 46, 15 Λεξιφάνης @wikisource
- ἀλλὰ σὺ τὸ ὅμοιον εἰργάσω με ὥσπερ εἴ τις ὁλκάδα τριάρμενον ἐν οὐρίῳ πλέουσαν, ἐμπεπνευματωμένου τοῦ ἀκατίου, εὐφοροῦσάν τε καὶ ἀκροκυματοῦσαν, ἕκτοράς τινας ἀμφιστόμους καὶ ἰσχάδας σιδηρᾶς ἀφεὶς καὶ ναυσιπέδας ἀναχαιτίζοι τοῦ δρόμου τὸ ῥόθιον, φθόνῳ τῆς εὐηνεμίας.
- ※ 2ος κε αιώνας ⌘ Λουκιανός, 46, 15 Λεξιφάνης @wikisource
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ἰσχνός σελ. 603 - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
Πηγές
επεξεργασία- ἰσχάς - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἰσχάς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.