παραθετικά
θετικός noisy
συγκριτικός noisier
υπερθετικός noisiest

  Ετυμολογία

επεξεργασία
noisy < noise + -y

  Επίθετο

επεξεργασία

noisy (en)

  1. θορυβώδης, που προκαλεί θόρυβο
    ⮡  noisy children/games - θορυβώδη παιδιά/παιχνίδια
  2. θορυβώδης, που έχει θόρυβο
    ⮡  noisy streets - θορυβώδεις δρόμοι

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία