noisy
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | noisy |
συγκριτικός | noisier |
υπερθετικός | noisiest |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαnoisy (en)
- θορυβώδης, που προκαλεί θόρυβο
- ⮡ noisy children/games - θορυβώδη παιδιά/παιχνίδια
- θορυβώδης, που έχει θόρυβο
- ⮡ noisy streets - θορυβώδεις δρόμοι
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- noisy - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 377. ISBN 9780194325684., λήμμα: θορυβώδης