παραθετικά
θετικός rowdy
συγκριτικός rowdier
υπερθετικός rowdiest

  Επίθετο

επεξεργασία

rowdy (en)

  • θορυβώδης, κάνει πολύ θόρυβο ή είναι πιθανό να προκαλέσει προβλήματα
    ⮡  The rowdy scenes that we witnessed in Parliament…
    Οι θορυβώδεις σκηνές που παρακολουθήσαμε στη Βουλή…
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη noisy