Ετυμολογία

επεξεργασία
riotous < riot + -ous

riotous (en)

  • θορυβώδης και/ή βίαιο, ειδικά σε δημόσιο χώρο
    παράδειγμα  a riotous meeting/demonstration - θορυβώδης συγκέντρωση/διαδήλωση
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη noisy