παραθετικά
θετικός noisily
συγκριτικός more noisily
υπερθετικός most noisily

  Ετυμολογία

επεξεργασία
noisily < noisy + -ly

  Επίρρημα

επεξεργασία

noisily (en)

  • θορυβωδώς
    ⮡  Every day Turkish fighter jets noisily fly over Greek tourist islands.
    Κάθε μέρα τουρκικά μαχητικά υπερίπτανται θορυβωδώς πάνω από ελληνικά τουριστικά νησιά.