boutique
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
boutique (en)
- μικρό μαγαζί, μπουτίκ
- προϊόν από μικρή εταιρεία· συνήθως πιο ακριβό από τα προϊόντα των μεγάλων βιομηχανιών
- και πιο περιορισμένου κοινού (εστιασμένο και καλύτερο για ορισμένο σκοπό)
- προϊόν από μικρή εταιρεία· συνήθως πιο ακριβό από τα προϊόντα των μεγάλων βιομηχανιών
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
boutique (fr) θηλυκό