Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

boutique (en)

  1. μικρό μαγαζί, μπουτίκ
    • προϊόν από μικρή εταιρεία· συνήθως πιο ακριβό από τα προϊόντα των μεγάλων βιομηχανιών
      και πιο περιορισμένου κοινού (εστιασμένο και καλύτερο για ορισμένο σκοπό)



Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

boutique (fr) θηλυκό