storing
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαstoring (en)
Ολλανδικά (nl)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαstoring (en) (storen + ing)
- δυσλειτουργία, παρεμβολές σε κάποιο σήμα, π.χ. στο ραδιοφωνικό
storing (en)
storing (en) (storen + ing)