Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αλευραποθήκη
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
αλευραποθήκ
η
οι
αλευραποθήκ
ες
γενική
της
αλευραποθήκ
ης
των
αλευραποθηκ
ών
αιτιατική
την
αλευραποθήκ
η
τις
αλευραποθήκ
ες
κλητική
αλευραποθήκ
η
αλευραποθήκ
ες
Κατηγορία
όπως «
νίκη
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
αλευραποθήκη
στο Όσλο της Νορβηγίας (1920)
Ετυμολογία
επεξεργασία
αλευραποθήκη
<
αλεύρι
+
αποθήκη
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αλευραποθήκη
θηλυκό
αποθήκη
αλεύρων
κατάστημα πώλησης αλεύρων σε χονδρική και λιανική τιμή
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αλευραποθήκη