↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα αποθήκευτρα
      γενική των αποθήκευτρων
    αιτιατική τα αποθήκευτρα
     κλητική αποθήκευτρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αποθήκευτρα < αποθηκεύω + -τρα

  Επίθετο

επεξεργασία

αποθήκευτρα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία