αποθηκευτικά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | αποθηκευτικά | ||
γενική | των | αποθηκευτικών | ||
αιτιατική | τα | αποθηκευτικά | ||
κλητική | αποθηκευτικά | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αποθηκευτικά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αποθηκευτικός
Επίθετο
επεξεργασίααποθηκευτικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αποθηκευτικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίααποθηκευτικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αποθηκευτικό