↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αποθηκευτικός η αποθηκευτική το αποθηκευτικό
      γενική του αποθηκευτικού της αποθηκευτικής του αποθηκευτικού
    αιτιατική τον αποθηκευτικό την αποθηκευτική το αποθηκευτικό
     κλητική αποθηκευτικέ αποθηκευτική αποθηκευτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αποθηκευτικοί οι αποθηκευτικές τα αποθηκευτικά
      γενική των αποθηκευτικών των αποθηκευτικών των αποθηκευτικών
    αιτιατική τους αποθηκευτικούς τις αποθηκευτικές τα αποθηκευτικά
     κλητική αποθηκευτικοί αποθηκευτικές αποθηκευτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αποθηκευτικός < αποθηκεύω + -τικός

  Επίθετο

επεξεργασία

αποθηκευτικός, -ή, -ό

  1. που έχει σχέση με την αποθήκευση, αναφέρεται σ’ αυτή ή χρησιμεύει γι’ αυτή
  2. (ουσιαστικοποιημένο) αποθηκευτικά: τα χρήματα που απαιτούνται, προκειμένου να φυλαχθούν κάποια πράγματα σε αποθήκη
     συνώνυμα: αποθήκευτρα

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία