Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
φαρμακαποθήκη
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
φαρμακαποθήκ
η
οι
φαρμακαποθήκ
ες
γενική
της
φαρμακαποθήκ
ης
των
φαρμακαποθηκ
ών
αιτιατική
τη
φαρμακαποθήκ
η
τις
φαρμακαποθήκ
ες
κλητική
φαρμακαποθήκ
η
φαρμακαποθήκ
ες
Κατηγορία
όπως «
νίκη
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
φαρμακαποθήκη
<
φάρμακο
+
αποθήκη
Ουσιαστικό
επεξεργασία
φαρμακαποθήκη
θηλυκό
κατάστημα
χονδρικής που προμηθεύει με
φάρμακα
τα
φαρμακεία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
φαρμακαποθήκη