Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ελλειπτικά < ελλειπτικός

  Επίρρημα επεξεργασία

ελλειπτικά

ως ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο

γραμμ., όσα δεν είναι εύχρηστα και στους δύο αριθμούς ή και σ΄όλες τις πτώσεις, όπως τα κύρια ονόματα, τα ονόματα των μετάλλων ή φυσικών σωμάτων και φαινομένων άργυρος, χρυσός γη, ετησίαι

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

ελλειπτικά