ελλειπτικά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαελλειπτικά < ελλειπτικός
Επίρρημα
επεξεργασίαελλειπτικά
- (γραμματική) ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο , λέξεις που δεν είναι εύχρηστες και στους δύο αριθμούς ή / και σε όλες τις πτώσεις, όπως τα κύρια ονόματα, τα ονόματα των μετάλλων (π.χ. άργυρος, χρυσός) ή φυσικών σωμάτων (π.χ. γη) και φαινομένων (π.χ. ετησίαι)
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Παράρτημα:Ουσιαστικά_(νέα_ελληνικά)/ανώμαλα#Ελλειπτικά
- Κατηγορία:Ουσιαστικά ελλειπτικά (νέα ελληνικά)
Μεταφράσεις
επεξεργασία ελλειπτικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαελλειπτικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ελλειπτικό