Δείτε επίσης: ἐλλείπων
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ελλείπων
ελλείποντας
η ελλείπουσα το ελλείπον
      γενική του ελλείποντος
ελλείποντα
της ελλείπουσας
ελλειπούσης*
του ελλείποντος
    αιτιατική τον ελλείποντα την ελλείπουσα το ελλείπον
     κλητική ελλείπων
ελλείποντα
ελλείπουσα ελλείπον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ελλείποντες οι ελλείπουσες τα ελλείποντα
      γενική των ελλειπόντων των ελλειπουσών των ελλειπόντων
    αιτιατική τους ελλείποντες τις ελλείπουσες τα ελλείποντα
     κλητική ελλείποντες ελλείπουσες ελλείποντα
Ίδιες είναι οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ων, -ουσα, -ον
Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές.
* παλιότερος λόγιος τύπος
ομάδα 'τρέχων', Κατηγορία όπως «τρέχων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ελλείπων < αρχαία ελληνική ἐλλείπων, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος ἐλλείπω

ελλείπων, -ουσα, -ον

  Μεταφράσεις

επεξεργασία