manquant
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- manquant < manquer
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | manquant | manquants |
θηλυκό | manquante | manquantes |
manquant (fr)
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
manquant | manquants |
manquant (fr) αρσενικό
- αυτός που λείπει