πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μορφολογικός η μορφολογική το μορφολογικό
      γενική του μορφολογικού της μορφολογικής του μορφολογικού
    αιτιατική τον μορφολογικό τη μορφολογική το μορφολογικό
     κλητική μορφολογικέ μορφολογική μορφολογικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μορφολογικοί οι μορφολογικές τα μορφολογικά
      γενική των μορφολογικών των μορφολογικών των μορφολογικών
    αιτιατική τους μορφολογικούς τις μορφολογικές τα μορφολογικά
     κλητική μορφολογικοί μορφολογικές μορφολογικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία
ΔΦΑ : /mor.fo.lo.ʝiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μορφολογικός

μορφολογικός, -ή, -ό

  1. που έχει σχέση με τη μορφολογία ή αναφέρεται σ’ αυτή
  2. (ουσιαστικοποιημένο) (γραμματική) μορφολογικό
     συνώνυμα: τυπολογικό

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία