παραθετικά
θετικός formal
συγκριτικός more formal
υπερθετικός most formal

  Ετυμολογία

επεξεργασία
formal < (κληρονομημένο) μέση αγγλική formel < (άμεσο δάνειο) παλαιά γαλλική formel < λατινική formalis < forma· → δείτε και τη λέξη form

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /fɔɹməl/
 

  Επίθετο

επεξεργασία

formal (en)

  1. επίσημος, τυπικός, εθιμοτυπικός, για ένα στυλ ντυσίματος, ομιλίας, γραφής, συμπεριφοράς κ.λπ. που είναι πολύ σωστό και κατάλληλο για επίσημες ή σημαντικές περιστάσεις
    ⮡  I don’t think that this dress is appropriate for a formal dinner.
    Δεν νομίζω πως αυτό το φόρεμα είναι κατάλληλο για επίσημο δείπνο.
    ⮡  His behavior is always formal.
    Η συμπεριφορά του είναι πάντα τυπική.
    ⮡  He is very formal with his subordinates and doesn’t create personal relationships.
    Είναι πολύ τυπικός με τους υφισταμένους του και δε δημιουργεί προσωπικές σχέσεις.
     συνώνυμα: official
  2. τυπικός, για εκπαίδευση ή κατάρτιση που λαμβάνεται σε σχολείο, κολέγιο ή πανεπιστήμιο, με μαθήματα, εξετάσεις κτλ., αντί να αποκτάται μόνο μέσω πρακτικής εμπειρίας
    ⮡  He has a lot of knowledge, but lacks the formal qualifications.
    Έχει πολλές γνώσεις, του λείπουν όμως τα τυπικά προσόντα.
  3. κανονικός, συμμετρικός
  4. μορφολογικός

Αντώνυμα

επεξεργασία

Παράγωγα

επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία



  Προφορά

επεξεργασία
 

  Επίθετο

επεξεργασία

formal (de)