formal
Αγγλικά (en)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- formal < (κληρονομημένο) μέση αγγλική formel < (άμεσο δάνειο) παλαιά γαλλική formel < λατινική formalis < forma· → δείτε και τη λέξη form
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΕπίθετοΕπεξεργασία
formal (en)
- επίσημος, εθιμοτυπικός
- ≈ συνώνυμα: official, ceremonial
- (επίσημοι ή τυπικοί όροι στη γλώσσα) Κατηγορία:Επίσημοι όροι (αγγλικά) στο Βικιλεξικό
- κανονικός, συμμετρικός
- τυπικός
- μορφολογικός
ΑντώνυμαΕπεξεργασία
Επεξεργασία
Πολυλεκτικοί όροιΕπεξεργασία
- formal logic
- formal parameter (πληροφορική)
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
- formal στην αγγλική Βικιπαίδεια
ΠηγέςΕπεξεργασία
- D.N. Stavropoulos και A.S. Hornby, Oxford English - Greek Learner's Dictionary (Οξφόρδη κ.α.: Oxford University Press, 1977, ISBN 0-19-431147-3), σ. 221.
Γερμανικά (de)Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΕπίθετοΕπεξεργασία
formal (de)