Αγγλικά (en)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

formal < (κληρονομημένο) μέση αγγλική formel < (άμεσο δάνειο) παλαιά γαλλική formel < λατινική formalis < forma· → δείτε και τη λέξη form

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /fɔɹməl/
 

  ΕπίθετοΕπεξεργασία

formal (en)

  1. επίσημος, εθιμοτυπικός
     συνώνυμα: official, ceremonial
    (επίσημοι ή τυπικοί όροι στη γλώσσα) Κατηγορία:Επίσημοι όροι (αγγλικά) στο Βικιλεξικό
  2. κανονικός, συμμετρικός
  3. τυπικός
  4. μορφολογικός

ΑντώνυμαΕπεξεργασία

Παράγωγες λέξειςΕπεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροιΕπεξεργασία

Δείτε επίσηςΕπεξεργασία

  • formal στην αγγλική Βικιπαίδεια  

  ΠηγέςΕπεξεργασία

  • D.N. Stavropoulos και A.S. Hornby, Oxford English - Greek Learner's Dictionary (Οξφόρδη κ.α.: Oxford University Press, 1977, ISBN 0-19-431147-3), σ. 221.



Γερμανικά (de)Επεξεργασία

  ΠροφοράΕπεξεργασία

 

  ΕπίθετοΕπεξεργασία

formal (de)