παραθετικά
θετικός informal
συγκριτικός more informal
υπερθετικός most informal

  Ετυμολογία

επεξεργασία
informal < in- + formal

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɪnˈfɔɹm(ə)l/
 

  Επίθετο

επεξεργασία

informal (en)

  • άτυπος, ανεπίσημος, που δε γίνεται σύμφωνα με ορισμένους τύπους, κανόνες ή νόμους
    ⮡  an informal meeting of ministers - άτυπη/ανεπίσημη συνάντηση υπουργών
    ⮡  an informal visit - μια ανεπίσημη επίσκεψη

Αντώνυμα

επεξεργασία