Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
formality formalities

  Ουσιαστικό επεξεργασία

formality (en)

  • ο τύπος, η τυπικότητα
    legal formalities - νομικοί τύποι
    It is a mere formality.
    Είναι καθαρός τύπος.
    I’m tired of all of these formalities.
    Βαρέθηκα όλες αυτές τις τυπικότητες.

  Πηγές επεξεργασία