formality
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
formality | formalities |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαformality (en)
- ο τύπος, η τυπικότητα
- ⮡ legal formalities - νομικοί τύποι
- ⮡ It is a mere formality.
- Είναι καθαρός τύπος.
- ⮡ I’m tired of all of these formalities.
- Βαρέθηκα όλες αυτές τις τυπικότητες.
Πηγές
επεξεργασία- formality - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 904, 904-905. ISBN 9780194325684., λήμμα: τυπικότητα, τύπος