ενικός         πληθυντικός  
formality formalities

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

formality (en)

  • ο τύπος, η τυπικότητα
    ⮡  legal formalities - νομικοί τύποι
    ⮡  It is a mere formality.
    Είναι καθαρός τύπος.
    ⮡  I’m tired of all of these formalities.
    Βαρέθηκα όλες αυτές τις τυπικότητες.