Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τυπικότητα οι τυπικότητες
      γενική της τυπικότητας των τυπικοτήτων
    αιτιατική την τυπικότητα τις τυπικότητες
     κλητική τυπικότητα τυπικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τυπικότητα < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα τυπικότης < τυπικ(ός) + -ότης > -ότητα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τυπικότητα θηλυκό

  1. οι ιδιότητες ενος τυπικού ατόμου
     συνώνυμα: συνέπεια
  2. το να είναι σύμφωνο με τους κανόνες ή το τυπικό μιας διαδικασίας
    η ψηφοφορία έγινε με κάθε τυπικότητα
  3. (για συμπεριφορά) το να είναι σύμφωνο με τους κοινωνικούς τύπους
    Ας αφήσουμε τις τυπικότητες, κι ας μιλάμε στον ενικό!
     συνώνυμα: συμβατικότητα
     αντώνυμα: οικειότητα

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)