Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Επίθετο επεξεργασία

morphological (en)

  • μορφολογικός (σχετικός με τη μορφολογία σε επιστήμες όπως η βιολογία, η γεωλογία, η γλωσσολογία)

Συγγενικά επεξεργασία