Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
βρομώδης
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά
(grc)
επεξεργασία
→
γένη
αρσενικό
&
θηλυκό
ουδέτερο
↓
πτώσεις
ενικός
ονομαστική
ὁ
/
ἡ
βρομώδ
ης
τὸ
βρομῶδ
ες
γενική
τοῦ
/
τῆς
βρομώδ
ους
τοῦ
βρομώδ
ους
δοτική
τῷ
/
τῇ
βρομώδ
ει
τῷ
βρομώδ
ει
αιτιατική
τὸν
/
τὴν
βρομώδ
η
τὸ
βρομῶδ
ες
κλητική
ὦ
!
βρομῶδ
ες
βρομῶδ
ες
↓
πτώσεις
πληθυντικός
ονομαστική
οἱ
/
αἱ
βρομώδ
εις
τὰ
βρομώδ
η
γενική
τῶν
βρομώδ
ων
τῶν
βρομώδ
ων
δοτική
τοῖς
/
ταῖς
βρομώδεσ
ῐ
(
ν
)
τοῖς
βρομώδεσ
ῐ
(
ν
)
αιτιατική
τοὺς
/
τὰς
βρομώδ
εις
τὰ
βρομώδ
η
κλητική
ὦ
!
βρομώδ
εις
βρομώδ
η
δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ
τὼ
βρομώδ
ει
τὼ
βρομώδ
ει
γεν-δοτ
τοῖν
βρομώδ
οιν
τοῖν
βρομώδ
οιν
3η κλίση
,
Κατηγορία 'μανιώδης'
όπως «
μανιώδης
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
}
Ετυμολογία
επεξεργασία
βρομώδης
<
βρωμώδης
<
αρχαία ελληνική
βρωμέω
+
-ώδης
<
βρῶμος
Επίθετο
επεξεργασία
βρομώδης, -ης, -ες
(
ελληνιστική κοινή
)
άλλη γραφή του
βρωμώδης