↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο στεατώδης η στεατώδης το στεατώδες
      γενική του στεατώδους της στεατώδους του στεατώδους
    αιτιατική τον στεατώδη τη στεατώδη το στεατώδες
     κλητική στεατώδη(ς) στεατώδης στεατώδες
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι στεατώδεις οι στεατώδεις τα στεατώδη
      γενική των στεατωδών των στεατωδών των στεατωδών
    αιτιατική τους στεατώδεις τις στεατώδεις τα στεατώδη
     κλητική στεατώδεις στεατώδεις στεατώδη
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
στεατώδης < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική στεατώδης

  Επίθετο

επεξεργασία

στεατώδης, -ης, -ες

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / στεατώδης τὸ στεατῶδες
      γενική τοῦ/τῆς στεατώδους τοῦ στεατώδους
      δοτική τῷ/τῇ στεατώδει τῷ στεατώδει
    αιτιατική τὸν/τὴν στεατώδη τὸ στεατῶδες
     κλητική ! στεατῶδες στεατῶδες
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ στεατώδεις τὰ στεατώδη
      γενική τῶν στεατώδων τῶν στεατώδων
      δοτική τοῖς/ταῖς στεατώδεσ(ν) τοῖς στεατώδεσ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς στεατώδεις τὰ στεατώδη
     κλητική ! στεατώδεις στεατώδη
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ στεατώδει τὼ στεατώδει
      γεν-δοτ τοῖν στεατώδοιν τοῖν στεατώδοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'μανιώδης' όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
στεατώδης < στέαρ + -ώδης

  Επίθετο

επεξεργασία

στεατώδης, -ης, -ες

  • λιπώδης, λιπαρός, γεμάτος λίπος, (για ζώα) παχύσαρκος
    ※  5ος πκε αιώνας Ἱπποκράτης, Περὶ ἑλκῶν, (De ulceribus), 2, p. 404, @scaife.perseus
    Οὐδὲ τοῖσι νεοτρώτοισιν ἕλκεσι ξυμφέρει ἔλαιον, οὐδὲ μαλθακώδεα οὐδὲ στεατώδεα φάρμακα, ἄλλως τε καὶ ὅ τι ἂν δέηται ἕλκος πλείονος καθάρσιος·
    ※  4ος πκε αιώνας Ἀριστοτέλης, Τῶν περὶ τὰ ζῷα ἱστοριῶν, 3, 18 @scaife.perseus
    Πάντων δὲ τῶν ζῴων κοινόν ἐστι τὸ περὶ τὴν κόρην ἐν τοῖς ὀφθαλμοῖς· ἔχουσι γὰρ τοῦτο τὸ μόριον στεατῶδες πάντα ὅσα ἔχουσι τὸ τοιοῦτον μόριον ἐν τοῖς ὀφθαλμοῖς καὶ μή εἰσι σκληρόφθαλμα.
    ※  4ος πκε αιώνας Ἀριστοτέλης, Τῶν περὶ τὰ ζῷα ἱστοριῶν, 3, 17 @scaife.perseus
    Τῶν δὲ σπλάγχνων περὶ τοὺς νεφροὺς μάλιστα πίονα γίνεται τὰ ζῷα· ἔστι δ’ ἀεὶ ὁ δεξιὸς ἀπιμελώτερος, κἂν σφόδρα πίονες ὦσιν, ἐλλείπει τι ἀεὶ κατὰ τὸ μέσον. Περίνεφρα δὲ γίνεται τὰ στεατώδη μᾶλλον, καὶ μάλιστα τῶν ζῴων πρόβατον· τοῦτο γὰρ ἀποθνήσκει τῶν νεφρῶν πάντῃ καλυφθέντων.
    ※  4ος πκε αιώνας Ἀριστοτέλης, Περὶ ζῴων μορίων, 2, 6.3 @scaife.perseus
    εὐλόγως δὲ καὶ στεατώδεις οἱ μυελοὶ καὶ πιμελύδεις εἰσίν·
     συνώνυμα: πιμελώδης

Συγγενικά

επεξεργασία