στεατώδης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- στεατώδης < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική στεατώδης
Επίθετο
επεξεργασίαστεατώδης, -ης, -ες
Μεταφράσεις
επεξεργασία στεατώδης
|
Πηγές
επεξεργασία- στεατώδης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαστεατώδης, -ης, -ες
- λιπώδης, λιπαρός, γεμάτος λίπος, (για ζώα) παχύσαρκος
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἱπποκράτης, Περὶ ἑλκῶν, (De ulceribus), 2, p. 404, @scaife.perseus
- Οὐδὲ τοῖσι νεοτρώτοισιν ἕλκεσι ξυμφέρει ἔλαιον, οὐδὲ μαλθακώδεα οὐδὲ στεατώδεα φάρμακα, ἄλλως τε καὶ ὅ τι ἂν δέηται ἕλκος πλείονος καθάρσιος·
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Τῶν περὶ τὰ ζῷα ἱστοριῶν, 3, 18 @scaife.perseus
- Πάντων δὲ τῶν ζῴων κοινόν ἐστι τὸ περὶ τὴν κόρην ἐν τοῖς ὀφθαλμοῖς· ἔχουσι γὰρ τοῦτο τὸ μόριον στεατῶδες πάντα ὅσα ἔχουσι τὸ τοιοῦτον μόριον ἐν τοῖς ὀφθαλμοῖς καὶ μή εἰσι σκληρόφθαλμα.
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Τῶν περὶ τὰ ζῷα ἱστοριῶν, 3, 17 @scaife.perseus
- Τῶν δὲ σπλάγχνων περὶ τοὺς νεφροὺς μάλιστα πίονα γίνεται τὰ ζῷα· ἔστι δ’ ἀεὶ ὁ δεξιὸς ἀπιμελώτερος, κἂν σφόδρα πίονες ὦσιν, ἐλλείπει τι ἀεὶ κατὰ τὸ μέσον. Περίνεφρα δὲ γίνεται τὰ στεατώδη μᾶλλον, καὶ μάλιστα τῶν ζῴων πρόβατον· τοῦτο γὰρ ἀποθνήσκει τῶν νεφρῶν πάντῃ καλυφθέντων.
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Περὶ ζῴων μορίων, 2, 6.3 @scaife.perseus
- εὐλόγως δὲ καὶ στεατώδεις οἱ μυελοὶ καὶ πιμελύδεις εἰσίν·
- ≈ συνώνυμα: πιμελώδης
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἱπποκράτης, Περὶ ἑλκῶν, (De ulceribus), 2, p. 404, @scaife.perseus
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη στέαρ
Πηγές
επεξεργασία- στεατώδης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.