Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λιπώδης η λιπώδης το λιπώδες
      γενική του λιπώδους της λιπώδους του λιπώδους
    αιτιατική τον λιπώδη τη λιπώδη το λιπώδες
     κλητική λιπώδη(ς) λιπώδης λιπώδες
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λιπώδεις οι λιπώδεις τα λιπώδη
      γενική των λιπωδών των λιπωδών των λιπωδών
    αιτιατική τους λιπώδεις τις λιπώδεις τα λιπώδη
     κλητική λιπώδεις λιπώδεις λιπώδη
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

λιπώδης < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή λιπώδης < αρχαία ελληνική λίπ(ος) + -ώδης

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /liˈpo.ðis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λι‐πώ‐δης

  Επίθετο επεξεργασία

λιπώδης, -ης, -ες

  1. συνώνυμο του λιπαρός
  2. που έχει τις ιδιότητες του λίπους

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / λιπώδης τὸ λιπῶδες
      γενική τοῦ/τῆς λιπώδους τοῦ λιπώδους
      δοτική τῷ/τῇ λιπώδει τῷ λιπώδει
    αιτιατική τὸν/τὴν λιπώδη τὸ λιπῶδες
     κλητική ! λιπῶδες λιπῶδες
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ λιπώδεις τὰ λιπώδη
      γενική τῶν λιπώδων τῶν λιπώδων
      δοτική τοῖς/ταῖς λιπώδεσ(ν) τοῖς λιπώδεσ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς λιπώδεις τὰ λιπώδη
     κλητική ! λιπώδεις λιπώδη
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ λιπώδει τὼ λιπώδει
      γεν-δοτ τοῖν λιπώδοιν τοῖν λιπώδοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'μανιώδης' όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

λιπώδης (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική λίπ(ος) + -ώδης

  Επίθετο επεξεργασία

λιπώδης, -ης, -ες

  Πηγές επεξεργασία