λιπώδης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | λιπώδης | η | λιπώδης | το | λιπώδες |
γενική | του | λιπώδους | της | λιπώδους | του | λιπώδους |
αιτιατική | τον | λιπώδη | τη | λιπώδη | το | λιπώδες |
κλητική | λιπώδη(ς) | λιπώδης | λιπώδες | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | λιπώδεις | οι | λιπώδεις | τα | λιπώδη |
γενική | των | λιπωδών | των | λιπωδών | των | λιπωδών |
αιτιατική | τους | λιπώδεις | τις | λιπώδεις | τα | λιπώδη |
κλητική | λιπώδεις | λιπώδεις | λιπώδη | |||
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- λιπώδης < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή λιπώδης < αρχαία ελληνική λίπ(ος) + -ώδης
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /liˈpo.ðis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λι‐πώ‐δης
Επίθετο
επεξεργασίαλιπώδης, -ης, -ες
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη λίπος
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | λιπώδης | τὸ | λιπῶδες | ||
γενική | τοῦ/τῆς | λιπώδους | τοῦ | λιπώδους | ||
δοτική | τῷ/τῇ | λιπώδει | τῷ | λιπώδει | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | λιπώδη | τὸ | λιπῶδες | ||
κλητική ὦ! | λιπῶδες | λιπῶδες | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | λιπώδεις | τὰ | λιπώδη | ||
γενική | τῶν | λιπώδων | τῶν | λιπώδων | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | λιπώδεσῐ(ν) | τοῖς | λιπώδεσῐ(ν) | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | λιπώδεις | τὰ | λιπώδη | ||
κλητική ὦ! | λιπώδεις | λιπώδη | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | λιπώδει | τὼ | λιπώδει | ||
γεν-δοτ | τοῖν | λιπώδοιν | τοῖν | λιπώδοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'μανιώδης' όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- λιπώδης (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική λίπ(ος) + -ώδης
Επίθετο
επεξεργασίαλιπώδης, -ης, -ες
Πηγές
επεξεργασία- λιπώδης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.