Δείτε επίσης: εξώλης
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ἐξωλεσ-
ονομαστική / ἐξώλης τὸ ἐξῶλες
      γενική τοῦ/τῆς ἐξώλους τοῦ ἐξώλους
      δοτική τῷ/τῇ ἐξώλει τῷ ἐξώλει
    αιτιατική τὸν/τὴν ἐξώλη τὸ ἐξῶλες
     κλητική ! ἐξῶλες ἐξῶλες
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἐξώλεις τὰ ἐξώλη
      γενική τῶν ἐξώλων τῶν ἐξώλων
      δοτική τοῖς/ταῖς ἐξώλεσ(ν) τοῖς ἐξώλεσ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἐξώλεις τὰ ἐξώλη
     κλητική ! ἐξώλεις ἐξώλη
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἐξώλει τὼ ἐξώλει
      γεν-δοτ τοῖν ἐξώλοιν τοῖν ἐξώλοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'μανιώδης' όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἐξώλης < θέμα ἐξωλ-, μεταπτωτική βαθμίδα θέματος όπως στο ἐξόλλυμι (εξολοθρεύω) (ἐξ- + ὄλλυμι) + -ης[1]

  Επίθετο

επεξεργασία

ἐξώλης, -ης, -ες

  1. (τελείως) κατεστραμμένος, αφανισμένος
  2. διεφθαρμένος, εξώλης

Εκφράσεις

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. «εξώλης» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.