εξώλης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | εξώλης | η | εξώλης | το | εξώλες |
γενική | του | εξώλους* | της | εξώλους | του | εξώλους |
αιτιατική | τον | εξώλη | την | εξώλη | το | εξώλες |
κλητική | εξώλη(ς) | εξώλης | εξώλες | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | εξώλεις | οι | εξώλεις | τα | εξώλη |
γενική | των | εξώλων | των | εξώλων | των | εξώλων |
αιτιατική | τους | εξώλεις | τις | εξώλεις | τα | εξώλη |
κλητική | εξώλεις | εξώλεις | εξώλη | |||
* Και προφορικός τύπος σε -η στη γενική ενικού αρσενικού ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «πλήρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- εξώλης < αρχαία ελληνική ἐξώλης < ὄλλυμι
Επίθετο
επεξεργασίαεξώλης, -ης, -ες
Εκφράσεις
επεξεργασία- εξώλης και προώλης: πολύ διεφθαρμένος και ανήθικος
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία εξώλης