φαυλόβιος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
ονομαστική | ο/η | φαυλόβιος | το | φαυλόβιο | ||
γενική | του/της | φαυλόβιου | του | φαυλόβιου | ||
αιτιατική | τον/τη | φαυλόβιο | το | φαυλόβιο | ||
κλητική | φαυλόβιε | φαυλόβιο | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
ονομαστική | οι | φαυλόβιοι | τα | φαυλόβια | ||
γενική | των | φαυλόβιων | των | φαυλόβιων | ||
αιτιατική | τους/τις | φαυλόβιους | τα | φαυλόβια | ||
κλητική | φαυλόβιοι | φαυλόβια | ||||
Λόγιο επίθετο που δε συνηθίζει τον νεότερο τύπο του θηλυκού σε -α. | ||||||
ομάδα '-ος -ος -ο', Κατηγορία όπως «εμβολοφόρος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαφαυλόβιος, -ος, -ο
- που ζει στην φαυλότητα
Μεταφράσεις
επεξεργασία φαυλόβιος
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- φαυλόβιος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.