Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο/η φαυλόβιος το φαυλόβιο
      γενική του/της φαυλόβιου του φαυλόβιου
    αιτιατική τον/τη φαυλόβιο το φαυλόβιο
     κλητική φαυλόβιε φαυλόβιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φαυλόβιοι τα φαυλόβια
      γενική των φαυλόβιων των φαυλόβιων
    αιτιατική τους/τις φαυλόβιους τα φαυλόβια
     κλητική φαυλόβιοι φαυλόβια
Λόγιο επίθετο που δε συνηθίζει τον νεότερο τύπο του θηλυκού σε .
ομάδα '-ος -ος -ο', Κατηγορία όπως «εμβολοφόρος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

φαυλόβιος < ελληνιστική κοινή φαυλόβιος[1] < φαύλ(ος) + -ό- + -βιος

  Επίθετο επεξεργασία

φαυλόβιος, -ος, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

ζητούμενο λήμμα

  Πηγές επεξεργασία