φαύλος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | φαύλος | η | φαύλα | το | φαύλο |
γενική | του | φαύλου | της | φαύλας | του | φαύλου |
αιτιατική | τον | φαύλο | τη | φαύλα | το | φαύλο |
κλητική | φαύλε | φαύλα | φαύλο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | φαύλοι | οι | φαύλες | τα | φαύλα |
γενική | των | φαύλων | των | φαύλων | των | φαύλων |
αιτιατική | τους | φαύλους | τις | φαύλες | τα | φαύλα |
κλητική | φαύλοι | φαύλες | φαύλα | |||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- φαύλος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική φαῦλος[1] < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *peh₂w- (λίγος, μικρός)
Προφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαφαύλος, -η, -ο
- (λόγιο) που δεν έχει ήθος και αξιοπρέπεια, ο ανήθικος, ο αχρείος
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία φαύλος
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ φαύλος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας