φαυλοκρατία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- φαυλοκρατία < φαυλοκράτης
Ουσιαστικό επεξεργασία
φαυλοκρατία θηλυκό
- η επικράτηση των φαύλων στη δημόσια ζωή ή σε ένα μεγάλο οργανισμό
Συγγενικά επεξεργασία
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
φαυλοκρατία
|