Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
φαυλοκράτης
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
φαυλοκράτ
ης
οι
φαυλοκράτ
ες
γενική
του
φαυλοκράτ
η
των
φαυλοκρατ
ών
αιτιατική
τον
φαυλοκράτ
η
τους
φαυλοκράτ
ες
κλητική
φαυλοκράτ
η
φαυλοκράτ
ες
Κατηγορία
όπως «
ναύτης
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
φαυλοκράτης
<
φαύλ(ος)
+
-ο-
+
-κράτης
Ουσιαστικό
επεξεργασία
φαυλοκράτης
αρσενικό
πολιτικός που μετέρχεται ανέντιμα ή
φαύλα
, ανήθικα μέσα στην άσκηση της
εξουσίας
Συγγενικά
επεξεργασία
φαυλοκρατία
φαυλοκρατικός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
φαυλοκράτης