φαυλοκρατικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φαυλοκρατικός < φαυλοκρατία
Επίθετο
επεξεργασίαφαυλοκρατικός
- (διαφθορά) σχετικός με τη φαυλοκρατία
- φαυλοκρατικό καθεστώς
Μεταφράσεις
επεξεργασία φαυλοκρατικός
|
φαυλοκρατικός
|