Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φαυλοκρατικός η φαυλοκρατική το φαυλοκρατικό
      γενική του φαυλοκρατικού της φαυλοκρατικής του φαυλοκρατικού
    αιτιατική τον φαυλοκρατικό τη φαυλοκρατική το φαυλοκρατικό
     κλητική φαυλοκρατικέ φαυλοκρατική φαυλοκρατικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φαυλοκρατικοί οι φαυλοκρατικές τα φαυλοκρατικά
      γενική των φαυλοκρατικών των φαυλοκρατικών των φαυλοκρατικών
    αιτιατική τους φαυλοκρατικούς τις φαυλοκρατικές τα φαυλοκρατικά
     κλητική φαυλοκρατικοί φαυλοκρατικές φαυλοκρατικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

φαυλοκρατικός < φαυλοκρατία

  Επίθετο επεξεργασία

φαυλοκρατικός

σχετικός με τη φαυλοκρατία
φαυλοκρατικό καθεστώς

  Μεταφράσεις επεξεργασία