φαῦλος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαγένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | φαῦλος | ἡ | φαύλη & φαῦλος |
τὸ | φαῦλον |
γενική | τοῦ | φαύλου | τῆς | φαύλης & φαύλου |
τοῦ | φαύλου |
δοτική | τῷ | φαύλῳ | τῇ | φαύλῃ & φαύλῳ |
τῷ | φαύλῳ |
αιτιατική | τὸν | φαῦλον | τὴν | φαύλην & φαῦλον |
τὸ | φαῦλον |
κλητική ὦ! | φαῦλε | φαύλη & φαῦλε |
φαῦλον | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ | φαῦλοι | αἱ | φαῦλαι & φαῦλοι |
τὰ | φαῦλᾰ |
γενική | τῶν | φαύλων | τῶν | φαύλων & φαύλων |
τῶν | φαύλων |
δοτική | τοῖς | φαύλοις | ταῖς | φαύλαις & φαύλοις |
τοῖς | φαύλοις |
αιτιατική | τοὺς | φαύλους | τὰς | φαύλᾱς & φαύλους |
τὰ | φαῦλᾰ |
κλητική ὦ! | φαῦλοι | φαῦλαι & φαῦλοι |
φαῦλᾰ | |||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | φαύλω | τὼ | φαύλᾱ & φαύλω |
τὼ | φαύλω |
γεν-δοτ | τοῖν | φαύλοιν | τοῖν | φαύλαιν & φαύλοιν |
τοῖν | φαύλοιν |
Ο τύπος του θηλυκού σε -ος, λιγότερο συνηθισμένος. | ||||||
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'ὕπατος' όπως «φαῦλος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- φαῦλος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *peh₂w- (λίγος, μικρός)
Επίθετο
επεξεργασίαφαῦλος, -η / -ος, -ον
- ασήμαντος, μηδαμινός, τιποτένιος
- ※ 4oς αιώνας πκε ⌘ Αριστοτέλης, Ἠθικὰ Νικομάχεια, (1180a)
- εἰ δ᾽ οὖν, καθάπερ εἴρηται, τὸν ἐσόμενον ἀγαθὸν τραφῆναι καλῶς δεῖ καὶ ἐθισθῆναι, εἶθ᾽ οὕτως ἐν ἐπιτηδεύμασιν ἐπιεικέσι ζῆν καὶ μήτ᾽ ἄκοντα μήθ᾽ ἑκόντα πράττειν τὰ φαῦλα, ταῦτα δὲ γίνοιτ᾽ ἂν βιουμένοις κατά τινα νοῦν καὶ τάξιν ὀρθήν, ἔχουσαν ἰσχύν·
- Αν λοιπόν, όπως το είπαμε μόλις πιο πάνω, αυτός που πρόκειται να γίνει ενάρετος άνθρωπος πρέπει να ανατραφεί σωστά και να αποκτήσει σωστές συνήθειες· αν στη συνέχεια πρέπει —με ανάλογο τρόπο— να γεμίζει τη ζωή του με σημαντικές ασχολίες και να μην κάνει —με ή χωρίς τη θέλησή του— τίποτε το μικρό και τιποτένιο· αν όλα αυτά δεν μπορούν να γίνουν παρά μόνο στους ανθρώπους που ζουν σύμφωνα με κάποιον καθοδηγητικό νου και κάποια σωστή τάξη, που είναι εφοδιασμένη με δύναμη,
- Μετάφραση (2006), Δημήτριος Λυπουρλής @greek-language.gr
- εἰ δ᾽ οὖν, καθάπερ εἴρηται, τὸν ἐσόμενον ἀγαθὸν τραφῆναι καλῶς δεῖ καὶ ἐθισθῆναι, εἶθ᾽ οὕτως ἐν ἐπιτηδεύμασιν ἐπιεικέσι ζῆν καὶ μήτ᾽ ἄκοντα μήθ᾽ ἑκόντα πράττειν τὰ φαῦλα, ταῦτα δὲ γίνοιτ᾽ ἂν βιουμένοις κατά τινα νοῦν καὶ τάξιν ὀρθήν, ἔχουσαν ἰσχύν·
- ※ 4oς αιώνας πκε ⌘ Αριστοτέλης, Ἠθικὰ Νικομάχεια, (1180a)
- κοινός, συνηθισμένος
- αδιάφορος
- μέτριος, ανίκανος
- φαύλος, κακός, κακόβουλος, αχρείος
- κατώτερος, χαμηλόβαθμος
- αμελής
- ειλικρινής
- ανυπόκριτος
- απλός
Συγγενικά
επεξεργασία- φαυλεπίφαυλος
- φαυλία
- φαυλίζω
- φαύλιος
- φαύλισμα
- φαυλισμός
- φαυλίστρια
- φαυλόβιος
- φαυλόνους
- φαυλορρημόνως
- φαυλότης
- φαυλουργός
- φαύλως
Πηγές
επεξεργασία- φαῦλος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- φαῦλος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.